μονθυλεύω

μονθυλεύω
μονθυλεύω
See also: s. ὀνθυλεύω.
Page in Frisk: 2,252

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονθυλεύω — (Α) βλ. ονθυλεύω …   Dictionary of Greek

  • ονθυλεύω — ὀνθυλεύω και μονθυλεύω (Α) 1. παρασκευάζω έδεσμα χρησιμοποιώντας ως γέμιση κομμένο κρέας, κιμά 2. παραγεμίζω κάτι 3. νοθεύω κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. φαίνεται ότι έχει παραχθεί από αμάρτυρο προσηγορικό *ὀνθύλη ή *ὄνθυλος με επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”